morfinisme

morfinisme
mor|fi|nis|me
sb., -n (afhængighed af morfin)

Dansk ordbog. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • morfinisme — mor|fi|nis|me Mot Pla Nom masculí …   Diccionari Català-Català

  • μορφινισμός — ο χρόνια δηλητηρίαση από κατάχρηση μορφίνης, μορφινομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morfinisme (< μορφίνη + ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”